αντιζηλία

αντιζηλία
η (Α ἀντιζηλία)
1. η αμοιβαία αντίθεση μεταξύ ατόμων που διεκδικούν το ίδιο πράγμα
2. ο ανταγωνισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιζηλία — ἀντιζηλίᾱ , ἀντιζηλία rivalry fem nom/voc/acc dual ἀντιζηλίᾱ , ἀντιζηλία rivalry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιζηλία — η ανταγωνισμός, συνέριση: Υπήρχε πάντα ανάμεσά τους μια αντιζηλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιζηλίας — ἀντιζηλίᾱς , ἀντιζηλία rivalry fem acc pl ἀντιζηλίᾱς , ἀντιζηλία rivalry fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιζηλιῶν — ἀντιζηλία rivalry fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παλλάς — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 …   Dictionary of Greek

  • έριδα — Βλ. λ. Έρις. * * * η (AM ἔρις, Μ και ἔριτα) 1. φιλονεικία, διένεξη, μάλωμα 2. λογομαχία, διαφωνία 3. διχόνοια μσν. 1. συναγωνισμός 2. φρ. «στέκω εἰς ἔριταν» φιλονικώ αρχ. 1. ένοπλη ρήξη («ἔριν αἱματόεσσαν», Αισχύλ.) 2. άμιλλα, ανταγωνισμός, ζήλος …   Dictionary of Greek

  • αντιφιλοτιμούμαι — ἀντιφιλοτιμοῡμαι, ( έομαι) (Α) κινούμαι από αντιζηλία εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • κοτέω — (Α) [κότος] 1. είμαι οργισμένος με κάποιον, τρέφω οργή, έχθρα, μίσος, οργίζομαι (α. «τῆσδ ἀπάτης κοτέων», Ομ. Ιλ. β. «εἰ μή τις θεός ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φθονώ, τρέφω αντιζηλία («κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων»,… …   Dictionary of Greek

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”